- κρομμυοειδής
- -έςαυτός που μοιάζει με κρεμμύδι ή που ο βολβός του είναι όμοιος με τού κρεμμυδιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < κρόμμυον + -ειδής*. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγένιο Βούλγαρι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρομμυώδης — ες [κρόμμυον] κρομμυοειδής* … Dictionary of Greek